- κατάσπαρτος
- -η, -οο σπαρμένος απ' άκρη σ' άκρη: Ο κάμπος ήταν κατάσπαρτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάσπαρτος — η, ο [κατασπείρω] 1. αυτός που είναι σπαρμένος σε όλη του την έκταση 2. αυτός που είναι σκορπισμένος, απλωμένος παντού … Dictionary of Greek
πολύσπαρτος — η, ο, Ν πολύ σπαρμένος, κατάσπαρτος («την πολύσπαρτη γη», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπαρτός (< σπείρω)] … Dictionary of Greek